- σαυρῶν
- σαύραlizardfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαύρων — Σαῦρος horse mackerel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαύρων — σαύ̱ρων , σαῦρος horse mackerel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORIENS — in veteri historia pro Asiae parte, quae nobis versus Orientem est, forte Parthia, Assyria et Armenia maior. Vide quoque in voce Occidens. Hinc omnia divina et humana Graecos accepisse, unde et vocum plurimarum origines non aliunde arcessendae,… … Hofmann J. Lexicon universale
βασιλίσκος — (basiliscus). Ερπετό της οικογένειας των ιγουανιδών, της τάξης των λεπιδωτών, διαδεδομένο στην Κεντρική Αμερική, από τον Παναμά μέχρι το νότιο Μεξικό. Σαυροειδές με ατρακτοειδές σώμα, έχει συνολικό μήκος 70 80 εκ., από τα οποία περίπου τα 2/3… … Dictionary of Greek
κόρδυλος — ο (Α κορδύλος) νεοελλ. γένος σαυρών τής οικογένειας cordylidae αρχ. πιθ. είδος μικρής αμφίβιας σαύρας, ο σκορδύλος («οἱ δὲ κορδύλοι βράγχια ἔχοντες πόδας ἔχουσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορδύλη, από το λοφίο που το αρσ. έχει στο κεφάλι του. Ως … Dictionary of Greek
λανθάνωτος — ο ζωολ. γένος σαυρών τής οικογένειας lanthanotidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lanthanotus < λανθάνω] … Dictionary of Greek
λεπιδωτά — Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση… … Dictionary of Greek
μολυντήρι — το ζωολ. κοινή ονομασία ενός από τα τρία γνωστά στην Ελλάδα είδη γκέκου, μικρόσωμων σαυρών τής οικογένειας geckonidae, αλλ. σαμιαμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα τήρι (πρβλ. κολλητ ήρι)] … Dictionary of Greek
ουροδελή — Τάξη αμφίβιων, που χαρακτηρίζονται από τη μονιμότητα της ουράς, η οποία, αντίθετα, λείπει στα ακμαία άνουρα. Τα ο. έχουν σχήμα επίμηκες, όμοιο με των σαυρών. Το μήκος τους, που γενικά είναι περίπου 20 εκ., ποικίλλει από 4 εκ. έως 1,50 μ. Τα άκρα… … Dictionary of Greek
οφίσαυρος — ο ζωολ. γένος άποδων σαυρών τής οικογένειας anguidae, με πολύ επίμηκες σώμα, ατροφικά τα οπίσθια άκρα και εύθραυστη ουρά, ένα είδος τού οποίου ζει στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φιδόσαυρα και ωφέλιμο για τη γεωργία … Dictionary of Greek